αδελφοποιητός

αδελφοποιητός
ο (Μ ἀδελφοποιητός)
ο αδελφοποιτός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιητοσύνη — η [αδελφοποιητός] η αδελφοποιία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”